|
дьявольский, чертовский; ~ή ψυχή — зловредный человек; ~ή σύμπτωση — чертовщина #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово дьявольский? — διαβολικός как на (ново)греческом будет слово чертовский? — διαβολικός как с (ново)греческого переводится слово διαβολικός? — дьявольский, чертовский — δεκαεννέα — φκιασίδωμα — μερεμέτι — ενδιαφέρομαι — αλσοδίαιτος — μαζέττας — κατάστερος — χοντρικός — καταβεβλημένος — ανεπίφθονος — υποδηματοκαθαριστής — ισοδυναμώ — δανικός — χωροστάθμη — γητεύτρα — προστατευτισμός — γλοιφός — μετριασμός — θερμοφωταύγεια — νεγροειδής — ζητιάνεμα |
|||