|
η масляная краска #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово масляная краска? — ελαιοχρωμία как с (ново)греческого переводится слово ελαιοχρωμία? — масляная краска — πρωτοελλαδικός — ασπιδοφόρος — δολιότητα — γροικάω — εικοσάχρονος — ρυμουλκό — περιηγητής — ετήσιος — σπηλαιολόγος — οπίσθια — εξοιδαίνομαι — μονοφωνικός — αυθάδισσα — πτυχώνομαι — δήμος — γραικικός — ετερος — επιστάτης — διδακτορικός — γαιανθρακεμπόριον — γκαζιέρα |
|||