|
ο 1) работяга; 2) мастер (своего дела) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово работяга? — ανασκουμποχέρης как на (ново)греческом будет слово мастер? — ανασκουμποχέρης как с (ново)греческого переводится слово ανασκουμποχέρης? — работяга, мастер — συνταράζω — αμμοσκέπαστος — ελλαδίτικος — καραδοκία — ψαρογένης — πλούς — κουνίστρα — καμπανούλα — εταιρεία — βαναδικός — λασπώνω — τιτλοφόρηση — κατηγορώ — αχορτάριαστος — άσφαλος — αποσκιάζω — ξιφοφόρος — χρεώνομαι — σαρκοφαγικός — θαλασσοποίησις — εντέχνως |
|||