ναρκισσίστρια

формы словаβ
ναρκισσίστρια



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово ναρκισσίστρια? —


κοινωφελέςζουλόβατοςεπινίκιακβο-βάντιςπορδήκάννουλαάλευκοςασυστολίαπροδομένοςμενουέττοκλασσικίζωξεκοιλιάζομαιδιέζευξαπεφυσιωμένοςούφάσπλαχνοςλαφοκέρατομαγνήτισμααντίφρασιςκαπηλεύομαιυπέρογκος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit