|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ναρκισσίστρια? — — κοινωφελές — ζουλόβατος — επινίκια — κβο-βάντις — πορδή — κάννουλα — άλευκος — ασυστολία — προδομένος — μενουέττο — κλασσικίζω — ξεκοιλιάζομαι — διέζευξα — πεφυσιωμένος — ούφ — άσπλαχνος — λαφοκέρατο — μαγνήτισμα — αντίφρασις — καπηλεύομαι — υπέρογκος |
|||