κηπευτής

формы словаβ
κηπευτής



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово κηπευτής? —


ανυποψίαστοςενδοδαπέδιοςήτιςάσκυφτοςεπτάψυχοςζούριαφιρί-φιρίπατατόπιταανεξουσίαστοςθεσσαλιώτικοςγοργόγιαννηαποσαρκώνομαιαγιαστήριπαραθεριστικόςμακιαβελλισμόςνυμφομανήςελόγου μουσμπάροχαλκουργόςκιόσκιψευδάνθρακας




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit