|
αόρ. от σέβομαι #(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово εσεβάσθην? — — λαχνός — οστεοαρθρίτιδα — γαλοκτούχος — κεδρίς — φτωχομάγαζο — κουβαριαστός — ελόβιος — ανεξάλειπτα — ντοματάκι — αντιπαρασιτικός — χολαιμικός — υαλοκρύσταλλος — ανάσυρτος — παλινδρομικώς — χωριατιά — αψύλλιστος — διαχαράσσω — ελέφαντας — χαλικόστρωμα — ολολυγμός — συνδεκάζω |
|||