|
незаключённый (о договоре, торговой сделке) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово незаключённый? — ασυνομολόγητος как с (ново)греческого переводится слово ασυνομολόγητος? — незаключённый — άστρεπτος — ξαναγάπησαν — αποκοίμιμα — αμπελιάτικα — στροφείο — αμερόληπτος — κοιλόκερα — άλυτος — ισοϋψής — πτύελο — μελισσουργείο — τέσσαρες — ημίτονο — στρουθοκαμηλίζω — χαύνωση — κλωσσοπούλι — κόλαση — μαλαχίτης — αμυδρώς — ολόγιομος — καρκαδιάζω |
|||