Новогреческий словарь
ασυνομολόγητος
ασυνομολόγητ|ος
незаключённый
(о договоре, торговой сделке)
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
незаключённый
? —
ασυνομολόγητος
как с
(ново)греческого
переводится слово
ασυνομολόγητος
? — незаключённый
#
(ново)греческий словарь
—
αμελκτήρας
—
ξαγριεύω
—
αυτοκαταστροφή
—
τετράμηνο
—
γιαρές
—
εξευμενισμός
—
παραμελών
—
αθεωσύνη
—
εκπεταλώνοι
—
αλιά
—
οραγγουτάγγος
—
σουρεαλίστρια
—
ψελλότητα
—
φυσιογνώστρια
—
επιμελητηριακός
—
ηλεκτροποίηση
—
υδροδόκη
—
μονογράφηση
—
υπαρκτός
—
ηπατορραγία
—
έπλασα
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,