|
το лев (денежная единица Болгарии) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово лев? — λέβιο как с (ново)греческого переводится слово λέβιο? — лев — Ιταλίς — χαρίστρια — ανέλιξη — εννεάκρουνος — αγκωνωτός — παρουσιάσιμος — ρεφερέντουμ — ακέρδιστος — μηχανοκίνητος — έντεχνος — ψηφοθηρικός — συνεργαζόμενος — πιλατεύω — αφηγηματικός — βιβλιαράκι — αστιατρικός — κανάλι — χιονοβόλημα — κατοπινάρι — πολυτιμότητα — εξηγητικός |
|||