λέβιο

формы словаβ
λέβιο
το лев (денежная единица Болгарии)



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово лев? — λέβιο
как с (ново)греческого переводится слово λέβιο? — лев


Ιταλίςχαρίστριαανέλιξηεννεάκρουνοςαγκωνωτόςπαρουσιάσιμοςρεφερέντουμακέρδιστοςμηχανοκίνητοςέντεχνοςψηφοθηρικόςσυνεργαζόμενοςπιλατεύωαφηγηματικόςβιβλιαράκιαστιατρικόςκανάλιχιονοβόλημακατοπινάριπολυτιμότηταεξηγητικός




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit