Новогреческий словарь
Βέλγος
Βέλγ|ος
ο, η
бельгиец, бельгийка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
бельгиец
? —
Βέλγος
как на
(ново)греческом
будет слово
бельгийка
? —
Βέλγος
как с
(ново)греческого
переводится слово
Βέλγος
? — бельгиец, бельгийка
#
(ново)греческий словарь
—
καραβοπόντικο
—
μετρημένα
—
διάτορος
—
βούργια
—
σιδερόδεση
—
ανεμοκίνητος
—
αρμενιστί
—
κίτρος
—
ξαναβάλλω
—
ανθελληνικά
—
οδοντόκονη
—
ενοποίηση
—
περιχαρακωμένος
—
τετράπραχτος
—
διάστρα
—
λατύπη
—
καλόγρια
—
ιδιωτισμός
—
αυθεντικός
—
ντάμα
—
ενήλικος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,