|
настойчиво спрашивать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово настойчиво спрашивать? — καταρωτώ как с (ново)греческого переводится слово καταρωτώ? — настойчиво спрашивать — αυτοκυβερνώμαι — ειδικεύομαι — οικονομιούμαι — κιτρέλαιον — καταπίστευση — μετεωρολογώ — δάγκαναρι — πυκνότητα — αδέλφωμα — ερημόσπιτο — θερμάστρα — αγωγεύς — σγουρομάλλης — λυκειακός — λίγδιασμα — παρόρμηση — χάρος — φανοφόρος — συνοσφαλίστρια — λεπτοτομία — παραμυθατζής |
|||