|
ο помощник #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово помощник? — συντρέχτης как с (ново)греческого переводится слово συντρέχτης? — помощник — ξάστερος — δράστης — αστερεοποίητος — γκίζω — στολαρχία — Ποσειδώνας — τσουτσουνόβεργα — ανάρριχτος — νηφάλια — αφανόζωα — αυλή — ημισεληνοειδής — βερνίκωμα — ενωμένος — ανάδετος — εθνοτικός — αποθυμώ — εκκαμινεύω — δαιμονιόπληκτος — καλωδιωμένος — κλινικά |
|||