|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово θεοποιημένος? — — περιπατητικός — κέντρο — ζεύγμα — σταυρικός — γαλάζιο — διάπηξη — νευρολογικός — κλίβανος — Πολύδωρος — εκατόνταρχος — πασιφανής — οξειδωτικός — γολέτα — μισοδρομίς — αντιεπιστημονικά — Φωτεινή — κοχλιάριο — κρουστός — ανευλόγητος — τσουχτερός — σπιθόβολος |
|||