θεοποιημένος

формы словаβ
θεοποιημένος



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово θεοποιημένος? —


περιπατητικόςκέντροζεύγμασταυρικόςγαλάζιοδιάπηξηνευρολογικόςκλίβανοςΠολύδωροςεκατόνταρχοςπασιφανήςοξειδωτικόςγολέταμισοδρομίςαντιεπιστημονικάΦωτεινήκοχλιάριοκρουστόςανευλόγητοςτσουχτερόςσπιθόβολος




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit