|
η коммунистка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово коммунистка? — κομμουνίστρια как с (ново)греческого переводится слово κομμουνίστρια? — коммунистка — αθερινιό — πολυάνθρωπος — δασόκλειστος — αιματοφοβία — δικλίδα — αποκοίμιση — κρασοβάρελο — φιλόσοφος — εναντιολογία — αντραλεύω — ιπποπαραγωγή — αμαλγαματικός — μεγαλομανής — αλεκτόρειος — στουπόχορτο — δέστρο — καμινέτο — αλλαντίοσις — συγκυβερνήτης — πρόστηση — σπαζοκεφαλιά |
|||