|
η чулок, носок; === ~ του διαβόλου — дьяволенок; умница, хитрец #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово чулок? — κάλτσα как на (ново)греческом будет слово носок? — κάλτσα как с (ново)греческого переводится слово κάλτσα? — чулок, носок — αχαραχτήριστος — μακροκάνης — αγροβιολογία — υπεριτίαση — πιές — αρχέτυπος — αδελφώνομαι — βλακώδης — πλέξιμο — βρακωτός — διέφυγαν — συχλιαίνω — αρατός — εισπνεόμενος — ελαιώδης — αλέτρισμα — γέρι — αναλειωτός — φυσιογνωσία — οικειοθελώς — κούφωμα |
|||