Новогреческий словарь
πετρελαιοφόρος
πετρελαιοφόρ|ος
1.
нефтеносный, содержащий нефть
;
~ο στρώμα — нефтяной пласт
;
2. (τό) :
~ο (πλοίο) — нефтеналивное судно, танкер
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
нефтеносный
? —
πετρελαιοφόρος
как на
(ново)греческом
будет слово
содержащий нефть
? —
πετρελαιοφόρος
как с
(ново)греческого
переводится слово
πετρελαιοφόρος
? — нефтеносный, содержащий нефть
#
(ново)греческий словарь
—
σταλαγμένος
—
διλετταντισμός
—
μονόσπερμος
—
σπιθηρίζω
—
διδακτός
—
ασημοκάπνισμα
—
υπερμικροσκοπικός
—
Αλγερίνος
—
φρακοφορεμένος
—
φιλημένος
—
ξερνω
—
απεργός
—
γιαχνιστός
—
μπαλλότο
—
αντανακλαστικό
—
καταχθόνιος
—
υδατοσφαίριση
—
χρωματοπώλις
—
ζουρλομαντύας
—
γελαδίτσα
—
χειλάκι
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,