|
несмоченный, неполитый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово несмоченный? — ακατάβρεκτος как на (ново)греческом будет слово неполитый? — ακατάβρεκτος как с (ново)греческого переводится слово ακατάβρεκτος? — несмоченный, неполитый — μασονία — ανασυστήνω — εγγονάκι — ημίταγμα — στοχαστικά — αναβαλλόμενος — ψαθοποιείο — φωτιστικός — αναστροφέας — ισχύω — καθηκόντως — τετράτροχος — σερνάμενος — υαλοποιός — αγριοπετεινός — πολυβολισμός — βουνοσειρά — εκθλίβω — φυσιοθεραπεία — ρεκορντγούμαν — ομοιότυπος |
|||