|
ο 1) бюст; грудь; 2) корсаж, лиф #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово бюст? — μπούστος как на (ново)греческом будет слово грудь? — μπούστος как на (ново)греческом будет слово корсаж? — μπούστος как на (ново)греческом будет слово лиф? — μπούστος как с (ново)греческого переводится слово μπούστος? — бюст, грудь, корсаж, лиф — μηχανορραφώ — πληκτικότητα — ρετσινολαδιά — πεζή — θείο — γεράνιος — κλαβανή — συμπερασματικός — λεμονανθός — ακροπρεπίδιον — βοτανισμένος — παραγίνωμα — εξόχως — ανοιχτοκαρδιά — ζωογένεια — απαράκλητος — ραδιοναυτιλία — ναυτίλος — όλον — καβαλητά — κακοψύχι |
|||