|
перевоспитывать #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово перевоспитывать? — αναδιαπαιδαγωγώ как с (ново)греческого переводится слово αναδιαπαιδαγωγώ? — перевоспитывать — κυτταρινικός — λουθηρανικός — διακοσαριά — τρενάκι — ηχοεντοπισμός — ξένον — αχαμπήλωτος — κεράτιση — μαγερειό — θεράπων — αλλοσεβής — ελλογιμότητα — απόχτημα — εκλεκτικιστής — χρυσάφι — κραδασμός — βουρτσάκι — αναβολισμός — θυμός — κινάρα — ψυχασθένεια |
|||