Новогреческий словарь
συγκλητικός
συγκλητικός
ο ист., рел.
член синклита
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
член синклита
? —
συγκλητικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
συγκλητικός
? — член синклита
#
(ново)греческий словарь
—
επαυχένιον
—
απαράβλαφτος
—
γλυκόγελος
—
στραβοτιμονιάζω
—
συνένωση
—
γαλλιστί
—
νότια
—
παρεφθαρμένος
—
φορμαλίστρια
—
τοκοχρεολυτικός
—
οποίος
—
υπερβόμβα
—
κομπανιάρω
—
ψαροφάγος
—
ταχύρυθμος
—
μέντιουμ
—
βρεχάμενος
—
κακοθανασία
—
εφορεία
—
μπριζόλα
—
τσιτώνω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,