|
ο ист., рел. член синклита #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово член синклита? — συγκλητικός как с (ново)греческого переводится слово συγκλητικός? — член синклита — ασόϊαστος — αντικατάσταση — βωμολοχω — καρύοψη — ελληνοράφτης — βρουβοβλάσταρο — λαμπικαρισμένος — κονικλοτροφία — νταβούλι — υαλόλιθος — ανήλεος — βαρώνη — αχανής — παγώνι — χολεμεσία — ημικυκλικά — γερανιός — αποκαθαρτικός — έγκριτος — τού — λωβιάζω |
|||