|
переутомлённый; изнурённый #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово переутомлённый? — αποκαμωμένος как на (ново)греческом будет слово изнурённый? — αποκαμωμένος как с (ново)греческого переводится слово αποκαμωμένος? — переутомлённый, изнурённый — λούφα — υπνοθεραπεία — λάφι — διεκροή — δακρυρροώ — ισοζυγής — απόκερο — μπορντό — ποντικοφωλιά — αργυρίνη — ρεκλαμαδόρα — εποπτικός — πνιγμός — στιβάρι — διαμαντοκόλλητος — κακέκτυπος — ξεπαστρεύω — κατόπιν — δημεύω — αζαχάριαστος — ανεπιφύλακτως |
|||