Новогреческий словарь
ομοιοπλαστικός
ομοιοπλαστικός
мед.
гомопластический
;
~ή εγχείρηση — гомопластическая операция
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
гомопластический
? —
ομοιοπλαστικός
как с
(ново)греческого
переводится слово
ομοιοπλαστικός
? — гомопластический
#
(ново)греческий словарь
—
δολιχοκεφαλία
—
αηδιάζω
—
κρανιομετρία
—
τιμοκατάλογος
—
κασσιτερωτής
—
εφοδιασμός
—
επίκληρος
—
γλώσσα
—
ελάτης
—
γεννητουροποιητικός
—
καβαντζάρω
—
ρεβιζιονιστής
—
άστρεχτος
—
γραφίστας
—
πεταλάς
—
πασπάλισμα
—
κλοπιμαίος
—
μερί
—
ωογενεσία
—
τρίμηνο
—
τετραήμερος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве