|
мед. гомопластический; ~ή εγχείρηση — гомопластическая операция #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово гомопластический? — ομοιοπλαστικός как с (ново)греческого переводится слово ομοιοπλαστικός? — гомопластический — ρεγχασμός — επισφάλεια — λεμόνι — ξάνση — αντένδειξη — καταξοδιάζω — βραδύνους — σγάρα — μίζερος — ραντιέρικος — Γεννάρης — σοκολατούχος — πονάκι — κόνις — αλπαγάς — κρεατόβεργα — ξεκοτσάρω — υποδηματοθήκη — σάλαγος — βαθμονόμησις — ξαπλωτά |
|||