Новогреческий словарь
φραγγέλωμα
φραγγέλωμα
το 1)
порка
;
2)
бичевание
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
порка
? —
φραγγέλωμα
как на
(ново)греческом
будет слово
бичевание
? —
φραγγέλωμα
как с
(ново)греческого
переводится слово
φραγγέλωμα
? — порка, бичевание
#
(ново)греческий словарь
—
επιδεινώνομαι
—
σπαράγγια
—
γαλατιανός
—
αφικόμην
—
αποκλίνω
—
βραχονησίδα
—
ζωολάτρης
—
Ουρανός
—
ανάκαρα
—
βύθιση
—
νοούμενο
—
γαγκάβα
—
φουκαριάρα
—
μπλουγούρι
—
αλεποπούρδι
—
υπερκορεσμός
—
κόνικλος
—
μετακαλώ
—
κριματίζομαι
—
ανταρκτικός
—
φουξίνη
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
латышский словарь
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,