|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γλωσσαλγία? — — Σκανδιναυή — πολυφωνία — τρίβω — αναπάντητος — χαλικώνω — μούναρος — καμπούρικος — σωστικός — ξεμαλλιάζω — αναδεχτούρι — δικάσιμο — ξυλόπισσα — γκάστρι — Βετελγόζης — σαρκίο — τραγόπαπας — μποδίζω — ικεσία — κριθαρόψωμο — ταμιευτήρας — εισοδεύω |
|||