Новогреческий словарь
επεβλήθην
επεβλήθην
παθ. αόρ. от επιβάλλω
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
επεβλήθην
? —
#
(ново)греческий словарь
—
αντίκρια
—
καλτσάκι
—
διχαλώνω
—
τοιχοποιία
—
βιοδιασπώμενος
—
γομάρια
—
σκουριάζω
—
δευτερείο
—
σπινθηριστής
—
λαντουρίζω
—
ουσιαστικοποιημένος
—
παγανός
—
προαγωγή
—
αξούρηγος
—
τσάτσα
—
μετωπηδόν
—
πεταυρώνω
—
αμφοτερόχωλος
—
τσιουκανίζω
—
απομαδώ
—
αντενεργώ
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве