|
η толстушка, пышка (о девочке) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово толстушка? — μπουμπούκα как на (ново)греческом будет слово пышка? — μπουμπούκα как с (ново)греческого переводится слово μπουμπούκα? — толстушка, пышка — σιφονιέρα — μονοτσάμπουνο — γαλλόνι — γραπτά — μπαμπάκας — ηλιόφιλος — νεοθωμισμός — ταχινή — δακρυρρόη — στάμνα — χρησμοδοσία — υποθήκευση — δρομολάτης — ξωθιά — ξιφούλκηση — πλαστογράφημα — γερακομύτης — αχρίζω — ξυλοπερήφανος — φράση — γαλακτούχος |
|||