|
το 1) содержимое клизмы; 2) ист. вино (в монастырях) #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово содержимое клизмы? — διάκλυσμα как на (ново)греческом будет слово вино? — διάκλυσμα как с (ново)греческого переводится слово διάκλυσμα? — содержимое клизмы, вино — απόχρεμμα — ομολογώ — σιλλιμανίτης — νεροκουβαλητής — εξανάστασις — νυχτοπαρωρίτης — συγκομιδή — βλάχικος — μοσχαράκι — αδενοϋπόφυση — αργυρίζω — ακροβάτισσα — κατασκονίζω — ψαλμός — αξιοθαύμαστος — χιμαιρικός — έκπτωση — χαλκιάς — φτωχοπερήφανος — ευημερών — διακριτικό |
|||