|
тонкой работы, изящный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово тонкой работы? — λεπτότεχνος как на (ново)греческом будет слово изящный? — λεπτότεχνος как с (ново)греческого переводится слово λεπτότεχνος? — тонкой работы, изящный — τελειοποίηση — σιγαλά — ρυπτικός — χρυσόχωμα — σίναπι — δεδομένο — απογδύμι — ανεπίσχετος — αναστήνω — τυριέρα — αμέτοχος — απρόσιτο — χαλικώνω — πονοκέφαλος — ευθυμογράφημα — μπακκαράς — Ευμενίδες — βύσμα — προφέσορας — εξάτμιση — αμεσουράνητος |
|||