Новогреческий словарь
οικοδέσποινα
οικοδέσποινα
η 1)
хозяйка дома
;
2)
домашняя хозяйка
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
хозяйка дома
? —
οικοδέσποινα
как на
(ново)греческом
будет слово
домашняя хозяйка
? —
οικοδέσποινα
как с
(ново)греческого
переводится слово
οικοδέσποινα
? — хозяйка дома, домашняя хозяйка
#
(ново)греческий словарь
—
αλλόγλωσσος
—
διατροφικός
—
ανανταπάντητος
—
επίκαιρα
—
οδοντωτός
—
σπαρτιάτικα
—
ζωγράφημα
—
γλύκισμα
—
υφασματέμπορος
—
διερώτηση
—
κουρτίνα
—
ερωμανία
—
κασιδιάρης
—
ευκατέργαστος
—
τραχύνω
—
κρέμαμαι
—
ζωγραφικά
—
νουθετώ
—
τέ
—
απαιτητής
—
σανσκριτική
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω