|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово συνδρομητικός? — — προκάτ — αποπυρηνικοποίηση — διφορούμενο — αντιστρεφόμενος — κυρτωμένος — αντίστεκος — Τσιγγάνα — αλεκτρυονομαχία — επιτροπάτο — ονειδιστικός — μάλαθρο — δάσωση — βωμός — κόασμα — περισκαφή — μαρτύρικο — απαιδευσία — σαχλίτσα — κυτταρολόγος — ονειροφαντασία — τσουβαλιάζω |
|||