Новогреческий словарь
πρόσω
πρόσω
вперед
;
πρός τα ~ — [phrase]вперёд![/phrase]
;
~ ολοταχώς! — [phrase]полный вперёд! [/phrase] (команда)
;
η γραμμή τών ~ — передовая линия
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
вперед
? —
πρόσω
как с
(ново)греческого
переводится слово
πρόσω
? — вперед
#
(ново)греческий словарь
—
ελεφαντίαση
—
εξώπασχο
—
αισχροκέρδεια
—
καταπονούμαι
—
αδιάλεχτος
—
συκοπιτταρίδα
—
αντιθωρώ
—
αλτρουισμός
—
στίχος
—
δαμαλισμός
—
ταραμάς
—
λυχνάρι
—
προκαταβολικός
—
λαρυγγοπληξία
—
κοψομεσιάζομαι
—
εκπροσωπώ
—
επταήμερο
—
εναέριος
—
αγωνιστής
—
παγοποιός
—
λιανικά
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве