Новогреческий словарь
βασεδώφειος
βασεδώφει|ος
:
βασεδώφειος νόσος — мед. базедова болезнь
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как с
(ново)греческого
переводится слово
βασεδώφειος
? —
#
(ново)греческий словарь
—
σύρτης
—
μπρούσκος
—
υδροδόχη
—
ανάταξη
—
ενδιαφέρομαι
—
διαφημίστρια
—
αμήχανος
—
διαβασμένος
—
γονιμοποιούμαι
—
αλλοφροσύνη
—
ξεκαρφιτσώνω
—
μπαμπόγερια
—
αμισθί
—
χαρούμενος
—
βάλτος
—
ανεξαρτητοποιούμαι
—
ανυπολόγιστος
—
γλιστράδα
—
φυλλιάζω
—
γιγαντοοθόνη
—
ναυτικός
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве