|
(αόρ. συμπερίλαβα и συμπεριέλαβαν) включать, охватывать; ~οντάς — включая, включительно #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово включать? — συμπεριλαμβάνω как на (ново)греческом будет слово охватывать? — συμπεριλαμβάνω как с (ново)греческого переводится слово συμπεριλαμβάνω? — включать, охватывать — επιπλοποιία — κράτος — ξόρκι — παρόμοια — αποτύπωμα — διαβαστερός — συνέρχομαι — μονάδα — παρακράτηση — επαναστάτης — ψευδοεπιστημονικός — αφερέγγυο — γνωστότατος — σωληνάριο — αρμενισιά — στουφλέκα — ευρυμαθής — οινοπνευμοτοποιίο — κροντήρα — μακρομικρόμετρο — κοίτασμα |
|||