συμπεριλαμβάνω

формы словаβ
συμπεριλαμβάνω
(αόρ. συμπερίλαβα и συμπεριέλαβαν) включать, охватывать;
          ~οντάς — включая, включительно



#(ново)греческий словарь



как на (ново)греческом будет слово включать? — συμπεριλαμβάνω
как на (ново)греческом будет слово охватывать? — συμπεριλαμβάνω
как с (ново)греческого переводится слово συμπεριλαμβάνω? — включать, охватывать


επιπλοποιίακράτοςξόρκιπαρόμοιααποτύπωμαδιαβαστερόςσυνέρχομαιμονάδαπαρακράτησηεπαναστάτηςψευδοεπιστημονικόςαφερέγγυογνωστότατοςσωληνάριοαρμενισιάστουφλέκαευρυμαθήςοινοπνευμοτοποιίοκροντήραμακρομικρόμετροκοίτασμα




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit