Новогреческий словарь
συμπεριλαμβάνω
συμπεριλαμβάνω
(αόρ. συμπερίλαβα и συμπεριέλαβαν)
включать, охватывать
;
~οντάς — включая, включительно
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
включать
? —
συμπεριλαμβάνω
как на
(ново)греческом
будет слово
охватывать
? —
συμπεριλαμβάνω
как с
(ново)греческого
переводится слово
συμπεριλαμβάνω
? — включать, охватывать
#
(ново)греческий словарь
—
λευκοϊκτίδα
—
ελογενής
—
υπερκαταναλωτισμός
—
αγαλματοποιητική
—
αναζώ
—
γιορτιάζω
—
χοιράδα
—
βατίστα
—
κατσαρολικό
—
αβλαστάρωτος
—
κρατικός
—
ρεοστάτης
—
φρούριο
—
μπουρζουαζία
—
μισοτελειώνω
—
νοθογενής
—
αριστερά
—
τσούξιμο
—
θώκος
—
καστανάς
—
δροσό
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве