|
страдать водянкой #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово страдать водянкой? — υδρωπικιάζω как с (ново)греческого переводится слово υδρωπικιάζω? — страдать водянкой — πλουσιόπαιδο — δευτερότοκος — υδροδοχείο — σκαμνιά — τράτα — φλασκιά — πετσοκοφτώ — αιμοπλαστικός — πιτυρίδα — αεράμυνα — αΰφαντος — κακομεταχειρίζομαι — δίτονος — αναλώτρια — ευκατόρθωτος — αλλόγλωσσος — φυματιολογικός — παιδιαρίζω — φωνώ — αντικέρ — διατηρήσιμος |
|||