Новогреческий словарь
νικελωμένος
νικελωμέν|ος
никелированный
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
никелированный
? —
νικελωμένος
как с
(ново)греческого
переводится слово
νικελωμένος
? — никелированный
#
(ново)греческий словарь
—
μυριάκις
—
κατάρρους
—
φτουράω
—
κεράτσα
—
ανοπτώ
—
απροσχημάτιστος
—
καρπός
—
πλίνθινος
—
πλατυποδία
—
διστακτικότητα
—
ξενιτειά
—
αρρυμοτόμητος
—
φέξο
—
οκτάστιχο
—
ουρανογραφία
—
γαβαθωτός
—
γραφειοκρατικός
—
καλοβαλμένος
—
στατέρα
—
ημίθεος
—
δυσκολεύω
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве