|
το фисташка #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово фисташка? — πιστάκιον как с (ново)греческого переводится слово πιστάκιον? — фисташка — αχυροκαλύβα — αγιογράφηση — κουτσοδόντισσα — εισαγωγή — μητραλγία — σημαιοστολίζω — μπαχαρικό — καταδύομαι — κοχλάζω — αναμέλπω — λαχανοντολμάς — ψυχρολουσία — κωλοπούστης — αφιλαυτία — λησμονητής — προβλεπτικότητα — άβυσσος — πολυπράγμων — ακόρυφος — αυτόκλειστο — συμπλέκω |
|||