|
раненый;травмированный #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово раненый? — τραυματισμένος как на (ново)греческом будет слово травмированный? — τραυματισμένος как с (ново)греческого переводится слово τραυματισμένος? — раненый, травмированный — εκγερμανίζω — μουεζίνης — πτόηση — συμπεθερεύω — απελευθερία — αμαλαγιά — παρεμπιπτόντως — διεισδυτικότης — θωρηχτό — σιαλισμός — παρεννόησις — ευφορικός — αντιεπιστημονικά — γαγγλιακός — σύντμηση — βαθύαλος — αντέφεσις — καστραβέτσι — τόλμημα — καλοζυγιάζω — φωνακλού |
|||