|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κοινωνικοποιούμαι? — — δίφυλλος — σαβουράτος — αποστειρωτής — σελίδα — βιβλιοχορτοπωλείο — ανάλειωμα — μποττίνι — νοτιάς — παιχνιδομηχανή — αβομβάρδιστος — τραχηλικός — μεθοδολογικός — ανημέρευτος — αστράγγιχτος — κυανόλευκος — μηνοειδής — δίτροχο — μπαλαρίνα — αμυγδαλοειδή — πλατύς — οκταήμερο |
|||