κοινωνικοποιούμαι

формы словаβ
κοινωνικοποιούμαι



#(ново)греческий словарь



как с (ново)греческого переводится слово κοινωνικοποιούμαι? —


δίφυλλοςσαβουράτοςαποστειρωτήςσελίδαβιβλιοχορτοπωλείοανάλειωμαμποττίνινοτιάςπαιχνιδομηχανήαβομβάρδιστοςτραχηλικόςμεθοδολογικόςανημέρευτοςαστράγγιχτοςκυανόλευκοςμηνοειδήςδίτροχομπαλαρίνααμυγδαλοειδήπλατύςοκταήμερο




        греческий словарь 2009-2016 © Разработка и поддержка сайта - LingvoKit