|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово γεναριάτικα? — — θρασομανώ — σινάπισμός — σκατο- — αφέψημα — καταχαλάω — ξεπαρμένος — καταπαύω — δικαιοκρισία — αμούδιαστα — μυδραλλιοβόλο — καιρικός — μπεκιαρλίκι — αλέστος — διαβατήριο — ξανάφτω — μεταδόσιμος — πετρελαιοπηγές — καφεοφυτεία — αυτοκτονώ — ναστόδερμα — εκφαύλιση |
|||