|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово βουκολικά? — — Κορέα — ταπώνω — φτωχοπερήφανος — κατάμεσα — αναβιβάζω — ολολυγή — πλωτήρας — αχεραποθήκη — ανάκυψη — ενιαία — νομικώς — αλφαδόπηχη — βδελυρότης — ενέχομαι — σταμάτημα — βραδιάτικος — καλλίφωνος — κομπωτής — ασύμπηκτος — ώσπερ — αναστάτωμα |
|||