|
η штрейкбрехер #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово штрейкбрехер? — απεργοσπάσττρια как с (ново)греческого переводится слово απεργοσπάσττρια? — штрейкбрехер — γυψοκονία — φρενιάζω — εμμηνοοπαυσία — βαθύσκιωτος — λιθογνωμικός — μαιευτική — ανθρακωρυχείο — φυσιογνώστης — αυθάδης — εξανθρακίζω — θέρισμα — βατράχένιος — μεταθέσιμος — ισχιαλγία — ξυλοκέφαλος — έκδηλα — ατυχία — εγκλιτικό — τρίψιμο — πολυπόθητος — αλιεύω |
|||