Новогреческий словарь
μπαίγνιο
μπαίγνιο
το
посмешище
;
γίνομαι τό ~ τού κόσμου — стать всеобщим посмешищем
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
посмешище
? —
μπαίγνιο
как с
(ново)греческого
переводится слово
μπαίγνιο
? — посмешище
#
(ново)греческий словарь
—
ατιμάρευτος
—
κουζινίτσα
—
μάχαιρα
—
αντίβολο
—
μουσουλμανισμός
—
ξυλόδεμα
—
γελοιοποίηση
—
φυλάκισμα
—
έφεξα
—
φωτόφωνο
—
δευτερολεπτοδείκτης
—
απολογητική
—
ταπητοστρώνω
—
γιγαντόσωμος
—
άναξ
—
διαχύσεις
—
φροντιστηριακά
—
νεώτερα
—
ρεζεντά
—
γαλακτικός
—
κακοαναθρεμμένος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве