|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово κουμπωμένος? — — αναγγελτήριος — διορυγή — χυλόπιττα — κεντησιά — σίτιση — ασκούμενος — ελαιοφάγος — ξεντύνω — ημιτελής — ξεθώριασμα — τυχερή — εθνοκατάρατος — εθελοδουλεία — πρωτοτόκια — ρούμπος — λιθανθρακωρυχείο — δεκάλεπτο — αμπελιά — δημαγωγώ — ευκλεής — φάσκιωμα |
|||