|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово καυλιτσέκι? — — πίδακας — εγκλητικός — καλωδιακός — ρόβη — ηλιοσκόπιο — ξαιάζω — τετράγλωσσος — επιζήτητος — σκαρούσα — νεοαποικισμός — πασχάλιο — ζύμωση — μυδραλλιοβόλο — τιτανομαχία — αποτίναξη — ποικιλωδία — τραβηχτικός — απόκαιρος — ασπροσέντονο — πίκκολο — κακουχία |
|||