|
выставлять на позор #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово выставлять на позор? — γαϊδουροκαθίζω как с (ново)греческого переводится слово γαϊδουροκαθίζω? — выставлять на позор — διαπραγματευτικός — αλέκιαστος — φυσιολάτρισσα — εφαρμοσμένος — εξισωτικός — Παναθήναια — αγγειολογία — πιί — μποστάνι — σαρακιασμένος — αγριάδα — εκειδανό — χιλιμίντρισμα — φλεβικός — αρδευτής — πλύστρα — παρών — καλαμπόρτζος — παραφυσάω — νοτισμός — χειρούργος |
|||