|
η болезнь, недуг; καρδιακή ~ — болезнь сердца #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово болезнь? — πάθηση как на (ново)греческом будет слово недуг? — πάθηση как с (ново)греческого переводится слово πάθηση? — болезнь, недуг — κανονιστικά — νεράντζι — συμφέρον — εμπλοκή — τουφεκίζω — πλειστηρίαση — ακροθιγής — επιγίγνομοι — κλεισιάδα — υποτονικός — πλασάρω — τουμπελέκι — τότε — γλυκοκοίταγμα — μπούρδα — ποτές — σβάρνα — δίνω — ψυχομαχάω — ανασωσμός — ακροβατικός |
|||