Новогреческий словарь
γέλοιο
γέλοιο
το
смех
;
έκρηξη ~ιου — взрыв или раскат смеха
;
δέν μπόρεσα νά κρατήσω τά ~ια — [phrase]я не мог удержаться от смеха[/phrase]
;
===
γιά ~ — на смех, смеха ради
;
~ια καί δάκρυα μαζύ — смех сквозь слёзы
;
σκά(ν)ω (или πεθαίνω, σβήνομαι) στά (или από τά) ~ α — помирать со смеху
;
ξεκαρδίζομαι στά ~ια или λύνομαι στά ~ια — хохотать до упаду, покатываться со смеху
;
ξεσπάω στά ~ια — прыскать, разражаться смехом
;
με πιάνουν τά ~ια или μού έρχονται ~ια — [phrase]меня разбирает смех[/phrase]
;
τού βγήκαν ξινά τά ~ια — [phrase]он дорого заплатил за свой смех[/phrase]
;
τής Παρασκευής τά ~ια τού Σαββάτου κλάματα — погов. [phrase]рано пташечка запела, как бы кошечка не съела[/phrase]
;
~ια αδιάκοπα (или ασταμάτητα) μυαλά κουρκουτιασμένα — погов. [phrase]смех без причины — признак дурачины[/phrase]
;
κάλλιο τής γής κατάλυμα παρά τού κόσμου ~ — погов. [phrase]лучше смерть, чем позор[/phrase]
внешние ссылки
озвучка
|
ru.wiktionary
|
el.wiktionary
|
en.wiktionary
|
greek-language.gr
|
как на
(ново)греческом
будет слово
смех
? —
γέλοιο
как с
(ново)греческого
переводится слово
γέλοιο
? — смех
#
(ново)греческий словарь
—
αισίως
—
μεσίτις
—
αριοφυτεύω
—
πλακοστρώνω
—
μπιστός
—
φεμινίστρια
—
γνωματεύω
—
ορχηστής
—
ποτοποιός
—
ακρωμίς
—
εθνική
—
νεροκάνατο
—
μπατάλης
—
βιώσιμος
—
υποστυλωτικά
—
απρόσοδος
—
απομνημονεύω
—
αφανίζομαι
—
ξεκουτιαίνομαι
—
βρωμοδουλειά
—
άτρητος
Α
Β
Γ
Δ
Ε
Ζ
Η
Θ
Ι
Κ
Λ
Μ
Ν
Ξ
Ο
Π
Ρ
Σ
Τ
Υ
Φ
Χ
Ψ
Ω
переводы с персидского языка
,
литовский словарь
,
шведско-русский словарь
,
сборка мебели
в Москве