|
улучшаться #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово улучшаться? — βελτιούμαι как с (ново)греческого переводится слово βελτιούμαι? — улучшаться — μικροαστικός — αγριελιά — γαλιάντρα — ελλανοδίκης — αντικαθολικός — παλαμικός — ελαιόλιθος — εγχύσιμος — ναρκισσίστρια — βρεκτός — απαράπειστος — πορισμός — χώρα — αρπαγή — κουπαστή — μαγκιπειό — ξενηλασία — αγγελοβλέπω — χολαιμία — θρησκομανία — ομόγλωσσος |
|||