|
громадный, огромнейший #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово громадный? — παμμέγιστος как на (ново)греческом будет слово огромнейший? — παμμέγιστος как с (ново)греческого переводится слово παμμέγιστος? — громадный, огромнейший — ωρολογοποιία — ραφιδογραφία — πονημάτιον — διαμορφώνομαι — κατάστερος — σκαρφαλωτός — απομονωμένος — ακάματος — άφτειαστος — συνεκφώνηση — κριγμός — στέρεος — δακτυλόδεικτος — ασφόγγιστος — επικολλώ — επιστημονικός — λεβαντίνικος — ετερότης — ερίφι — ξιδρώνω — ακλωνος |
|||