|
το мороженое #(ново)греческий словарь как на (ново)греческом будет слово мороженое? — παγωτό как с (ново)греческого переводится слово παγωτό? — мороженое — κορνιζαρισμένος — αφοσίωση — φυσικοθεραπευτικός — ανθοκομικός — ανταλλαγή — ξεμοναχιασμένος — εφκιέμαι — ενδοσκοπικός — ολιγαρχία — μπιλλιέτο — νεανικότητα — ανασκαφή — ταυτοποίηση — λιγυρός — παπουτσάδικο — οκταγωνικός — λωποδύτης — γενναιότητα — ψηφοθετώ — Ατσιγγάνα — απορριξιμιό |
|||