|
#(ново)греческий словарь как с (ново)греческого переводится слово ασφαλτωμένος? — — θαλασσίλά — αναρρουφητό — αιθερολόγος — συναγωγή — μπάλσαμο — αντικριστός — θεατρολογία — φαλλός — ψωμόλυσσα — σέμπρος — μεγαλειώδης — διασάκτης — γυάλωμα — πασαλείβω — πτεροσχιδής — δισκάρι(ον) — χειροτονώ — υποκειμενικότητα — σαρακοστεύω — καβαλάρης — επιθυμώ |
|||